μαρτυρογράφιον

μαρτυρογράφιον
μαρτῠρογράφιον [γρᾰ], τό,
A written deposition, Anon.in Rh.159.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαρτυρογράφιον — μαρτυρογράφιον, τὸ (AM) η καταγραφή τών βασανισμών αγίου μάρτυρα αρχ. γραπτή μαρτυρία, γραπτή κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + γράφιον (< γραφή)] …   Dictionary of Greek

  • μαρτυρογράφια — μαρτυρογράφιον written deposition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”